Άρθρο του Χοράρχη της Χορωδίας κ. Χ. Θεοτοκάτου
Η Βυζαντινή μουσική κατάγεται απο την μουσική των αρχαίων Ελλήνων, των οποίων τους τρόπους, τον ρυθμόν και την σημειογραφία διαδέχθηκε και συνέχισε κατά μέγα μέρος. Η μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη εμφανίστηκε ατελής αρχικά, εξελίχθηκε δε και ανεπτύχθηκε μέσα στους αιώνες μέχρι σήμερα.
Η Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορία της αρχαίας ποιητικής.
Ο αρχαίος Έλληνας ποιητής ήταν ταυτόχρονα ο ίδιος μελοποιός. Το αρχαίο μέτρο στηριζόταν στην προσωδία, δηλαδή στην διάκριση μακράς και βραχείας συλλαβής. Η έννοια της ωδής επομένως ήταν ποίηση με μελωδία.
Από το δεύτερο αιώνα εξέλιπεν όμως η προσωδία, και η Χριστιανική ποίηση και μουσική αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν το αρχαίο προσωδιακό μέτρο με τον τονικό ρυθμό, στο οποίο έχει σημασία, όχι το ποιόν των συλλαβών, αλλά το ποσόν και ο τονισμός των λέξεων.
Έλληνες και ξένοι ιστοριογράφοι συμφωνούν ότι οι εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το σύστημα της εκκλησιαστικής μουσικής έχει άμεσον σχέση με το αρχαίο Ελληνικό μουσικό σύστημα, και αυτό διότι όλοι οι μουσικοί και οι υμνογράφοι απο τον πρώτο μέχρι τον έβδομο μ.Χ. αιώνα που εμφανίζεται ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ήταν βαθειά πολιτισμένοι απο την Ελληνική παιδεία και εγνώριζον κατά βάθος την αρχαία Ελληνική μουσική.
Κατά τα τέλη του έβδομου αιώνα αρχίζει η ακμή της Βυζαντινής μουσικής μαζί με την υμνολογία των πρώτων αιώνων,, με την παρουσία του ” Πίνδαρου της Εκκλησιαστικής μουσικής ” Ρωμανού του Μελωδού. Ακολουθούν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αναστάσιος, ο Σωφρόνιος της Ιερουσαλήμ, ο Ανδρέας Κρήτης, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς κ.α.
Στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα, νέα άνθηση παρουσιάζει η Βυζαντινή μουσική με τον Εμμανουήλ Βρυένιο, τον έξοχο θεωρητικό της μουσικής του μεσαίωνα.
Στό σύγγραμά του περί μουσικής καθιερώνει σαν βάση των κλιμάκων, το οκτώηχον, και πραγματεύεται περι των κοινών τετραχόρδων των αρχαίων, παρουσιάζοντας την ιστορική συνάφεια της αρχαίας με την Βυζαντινή μουσική.
Χαρακτηριστικότητα παρουσιάζεται η σχέση των δύο αυτών εποχών από τον Ρώσο μουσικολόγο Γεώργιο Αρνόλδο, που αποκαλεί την Βυζαντινή “διάδοχο και κληρονόμο της αρχαίας Ελληνικής μουσικής”.
Το κυριώτερο χαρακτηριστικό της Εθνικής μας Βυζαντινής καλουμένης, μουσικής είναι ότι είναι παράδοση αρχαιοτάτη και εθνικό κειμήλιο. Εκτός αυτού, είναι και τέχνη υψηλή και απαράμιλλος με κύριο ίσως τεχνικό γνώρισμα την μονωδία και την ομοφωνία. Είναι τέχνη κατ’ ευθείαν απόγονος της αρχαίας Ελληνικής μουσικής, της οποίας εκληρονόμησε όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες, και την οποίαν εκαλλιέργησαν, προήγαγαν και ανέπτυξαν Πατέρες της Εκκλησίας, Αυτοκράτορες, μουσικοφιλόλογοι, μουσικοφιλόσοφοι, και μουσικοδιδάσκαλοι, πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά και μετά από αυτήν.
Ακόμη και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης η Βυζαντινή μουσική, έμεινε στην ουσία της η ίδια, εκτός απο μερικές όχι σημαντικές αλλοιώσεις.
Η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία μαζί με την γλώσσα των ακολουθιών της, διέσωσε και την μουσική μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς τους γένους. Και την μουσική αυτή που διασώθηκε, την συνθέτει ο Ελληνικός λαός με τις αισιόδοξες εκδηλώσεις της νέας εποχής, που αρχίζει να χαράζει για την Ελληνική μουσική, με το Δημοτικό τραγούδι.
Το τραγούδι αυτό χαρούμενο ή λυπητερό, ιδίως δε το κλέφτικο, ζυμώθηκε με τον διαρκή πόνο ή την εφήμερη χαρά του λαού, και είναι το βάλσαμο της ψυχής του, η ελπίδα του, στα χρόνια της σκλαβιάς.
Και ο άγνωστος ποιητής και τραγουδιστής συνταιριάζει την ποίηση με την μουσική απαράλλακτα όπως εγινόταν στην αρχαία εποχή.
Έτσι με τα δημοτικά τραγούδια του, ένας λαός γράφει με ρυθμό και μέλος την ιστορία του. Η Ήπειρος, η Στερεά Ελλάδα, η Μακεδονία και ο Μωριάς είναι οι κατ’εξοχήν περιοχές, όπου εβλάστησαν τα ανθηρότερα Δημοτικά τραγούδια, γιατί εκεί διαδραματίστηκαν τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα.
Η Βυζαντινή – Παραδοσιακή Χορωδία “Θεόδωρος Φωκαεύς” με τις ζωντανές εμφανίσεις της και τις μουσικές παραγωγές της, αυτές ακριβώς τις πτυχές της Ελληνικής μουσικής θέλει να παρουσιάσει και να αναδείξει στο φιλόμουσο κοινό της Πάτρας αλλά και της Ελλάδας, και φυσικά τόσο στην Βυζαντινή Εκκλησιαστική μας μουσική όσο και στο Ελληνικό Παραδοσιακό Δημοτικό τραγούδι θέλει να γράψει την δική της ιστορία, ανοίγοντας ένα καινούργιο πολιτιστικό κεφάλαιο με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.